υποκαθιστώ

υποκαθιστώ
ὑποκαθίστημι, ΝΑ [καθίστημι / καθιστώ]
(αμτβ.) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, εγκαθιστώ τον εαυτό μου στη θέση άλλου («υποκατέστησε τον αδελφό του στη διεύθυνση τής επιχείρησης»)
νεοελλ.
(μτβ.)
1. εγκαθιστώ κάποιον ή τοποθετώ κάτι στη θέση άλλου, αντικαθιστώ (α. «υποκατέστησε τον διευθυντή με άλλον νεώτερο και ικανότερο» β. «υποκατέστησε τα παλιά έπιπλα με καινούργια και μοντέρνα»)
2. αντικαθιστώ έμμεσα ή με τέχνασμα
αρχ.
(συν. μέσ.) ὑποκαθίσταμαι
α) κατακαθίζω στον πυθμένα ως ίζημα
β) καταλαμβάνω τη θέση άλλου, τόν αντικαθιστώ
γ) (για σύμπτωμα) κοπάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποκαθιστώ — υποκαθιστώ, υποκατέστησα βλ. πίν. 158 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υποκαθιστώ — αντικαθιστώ κάποιον ή κάτι, παίρνω τη θέση του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • ανθυπάγω — ἀνθυπάγω (Α) 1. καταγγέλλω στο δικαστήριο αυτόν που μου έκανε αγωγή και την έχασε 2. (για στρατεύματα) αποσύρω αμοιβαία 3. υποκαθιστώ, αντικαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • ανθυποβάλλω — (Α ἀνθυποβάλλω) 1. υποβάλλω ένσταση, μηνύω, αντικρούω αυτόν που με έχει μηνύσει 2. υποκαθιστω με απάτη …   Dictionary of Greek

  • υπεισέρχομαι — ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος 2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του νεοελλ. μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”